οχληρότητα

οχληρότητα
η [οχληρός]
η ιδιότητα τού οχληρού, φορτικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επαχθής — ές ἐπαχθής (AM) βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι») αρχ. 1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής γιορτή τής Δήμητρας στη Βοιωτία 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές ενόχληση,… …   Dictionary of Greek

  • οχληρία — ὀχληρία, ἡ (Α) [οχληρός] οχληρότητα, φορτικότητα …   Dictionary of Greek

  • οχλώδης — ὀχλώδης, ῶδες (ΑΜ) [όχλος] αυτός που προέρχεται από τον όχλο, χυδαίος αρχ. 1. θορυβώδης, ταραχώδης 2. δυσάρεστος, οχληρός 3. (σχετικά με πληγές) ενοχλητικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχλῶδες η οχληρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”